Η μετεμφυλιακή κατάσταση επέβαλε και την εξάλειψη τής προσωπικότητάς του απὸ τη μνήμη των Ηλείων…
*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών.
Τὸν Μάιο τοῦ 1939 τυπώθηκε στὴν Ἀθήνα ἕνα μικρὸ -σὲ σχῆμα καὶ σ᾽ ἔκταση- βιβλίο μὲ θέμα τὴν ἠλειακὴ δημοτικὴ ποίηση. Συγγραφέας του ὁ Θρύλος Πάτρης. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸ ψευδώνυμο ἑνὸς ἴσως ντόπιου λογίου. Μάταια ἀναζήτησα στοιχεῖα γι᾽ αὐτὸν στὴν τοπικὴ βιβλιογραφία ἢ τὴν «Ἠλειακὴ Γραμματολογία» τοῦ Τάκη Δόξα. Ὁ τελευταῖος, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια (τὸν Αὔγουστο τοῦ 1973) ἀπάντησε βιαστικὰ καὶ κοφτὰ σ᾽ ἐρώτησή μου γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ συγγραφέα: «Εἶναι κάποιος Παναγιωτακόπουλος ἀπὸ τοῦ Μάγερα».
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι ἀπέφυγε νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀπουσία τοῦ συγγραφέα αὐτοῦ ἀπὸ τὸ -κατὰ τὰ ἄλλα ἐξαίρετο καὶ κατατοπιστικὸ- γραμματολογικό του ἔργο. Κι ἔτσι ἔμεινα μὲ τὴν ἀπορία μέχρι πρόσφατα, ὁπότε ἡ ἔρευνά μου μ᾽ ἔφερε σ᾽ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀδελφό του, τὸν γιατρὸ κ. Κώστα Παναγιωτακόπουλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πληροφορήθηκα διάφορα περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ συγγραφέα. (Βλ. ἄρθρο μου στὴ «Νέα Ἑστία», ἀρ. 1670/1.2.1997).
Ὁ Θρύλος Πάτρης (λογοτεχνικὸ ψευδώνυμο τοῦ Δημήτρη Π. Παναγιωτακόπουλου) γεννήθηκε τὸ 1920 στοῦ Μάγερα, ἕνα γραφικὸ χωριὸ κοντὰ στὴν Ἀρχαία Ὀλυμπία, ἀπὸ γονεῖς ἀγρότες. Τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του καὶ τὸ γυμνάσιο στὸ κοντινὸ Πελόπιο. Ἀπὸ μαθητὴς διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπιμέλειά του καὶ τὰ ποικίλα πνευματικά του ἐνδιαφέροντα. Τὸ μαθητικό του γραφεῖο ἦταν γεμάτο ἀπὸ λογοτεχνικά, ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ βιβλία καὶ περιοδικά. Στὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης του ὑπῆρχε καὶ ἡ «Νέα Ἑστία», στὶς σελίδες τῆς ὁποίας εὕρισκε στοιχεῖα χρήσιμα γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς δικῆς του πνευματικῆς προσωπικότητας.
Μαθητὴς ἀκόμα, τὸ 1938, σὲ συνάντηση τῶν τελειοφοίτων μερικῶν γυμνασίων τῆς Ἠλείας στὴν Ἀρχαία Ὀλυμπία, διάβασε ἕνα μικρὸ δοκίμιό του γιὰ τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλη καὶ κατέπληξε τοὺς πάντες γιὰ τὴν πρόωρη πνευματική του ὡριμότητα. Τὸν ἴδιο καιρὸ δημοσίευσε στὸν τοπικὸ Τύπο (ἐφημ. «Πατρὶς» 27.10–17.12.1938) πρωτόλειες ἐργασίες του γιὰ τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἠλείας. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ψευδώνυμο Θρύλος Πάτρης, ποὺ δείχνει τὸν μεγάλο σεβασμὸ ἀλλὰ καὶ τὸ εἰδικότερο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἐθνικὴ–λαϊκή μας παράδοση. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τότε ἄρχισε νὰ σχεδιάζει τὴν ἔκδοση βιβλίου γιὰ τὴν ἠλειακὴ δημοτικὴ ποίηση, ν᾽ ἀναδιφᾶ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία καὶ νὰ ἔρχεται σ᾽ ἐπαφὴ μὲ πρόσωπα ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν στὸ συλλεκτικὸ του ἔργο καὶ τὴ μεθοδολογία ποὺ ἔπρεπε ν᾽ ἀκολουθήσει.
Τὸ 1938 ἔρχεται στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ σπουδάσει Νομικά. Ὅμως τὰ πλούσια βιώματά του ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα καὶ οἱ μελέτες του τὸν φέρνουν σ᾽ ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος καὶ κυρίως μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ φημισμένο τότε βυζαντινολόγο καὶ νεοελληνιστὴ Νίκο Βέη. Ἡ σχέση του μὲ τὸν σοφὸ διδάσκαλο στάθηκε καθοριστικὴ γιὰ τὴ δική του πορεία. Τὸν Μάιο τοῦ 1939 τύπωσε στὴν Αθήνα ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Ἠλειακὴ Δημοτικὴ Ποίηση» [σελ. 100, σχ. 16ο] καὶ μὲ τὴν έξῆς ἀφιέρωση: «Τοῦ Ν. Α. Βέη, τοῦ ψυχοπρωτολάτη στῆς ἔρευνας τὸ ναό». Φαίνεται ὅτι ἡ πατρικὴ ἐνθάρρυνση, τὸ στοργικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ καθοδήγηση τοῦ Βέη ἐπέδρασαν σημαντικὰ στὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ νεαροῦ Ἠλείου φοιτητῆ καὶ διανοουμένου.
Στὸν σύντομο πρόλογό του ὁ συγγραφέας γράφει ὅτι τὸ ἔργο του «ἔρχεται νὰ σκεπάσει ἕνα κενό […], καταντᾶ ἕνα καλοδιάκριτο ὁροθέσι στὸ πέλαγο τῶν Δημοτικῶν Τραγουδιῶν τῆς Ἠλείας, στεκόμενο σὰν ἀρχὴ ποὺ γυρεύει τὴ συνέχειά της» (σελ. 5). Στὸ «Βιβλιογραφικὸ σημείωμα» ποὺ ἀκολουθεῖ (σελ. 7) ἀναφέρεται στὴν παλαιότερη βιβλιογραφία καὶ ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες του σ᾽ ὅσους τὸν συνέτρεξαν: «Παραγκωνισμένος ἐδῶ, ἐκφράζω τὴν εὐγνωμοσύνη ἀντάμα μὲ τὸ σεβασμό μου στοὺς κ.κ. Ν. Ι. Λάσκαρη καὶ Γ. Μέγα. Ὁ πρῶτος παρὰ τὰ 85 χρόνια του συνέτρεξε τὴν προσπάθειά μου φιλόστοργα. Ὁ δεύτερος, ἀξιότιμος διευθυντὴς τοῦ Λαογραφικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, μοῦ ἔδωσε κάθε πληροφορία μὲ τὴν ξεχωριστή του εὐγένεια καὶ καταδεξιά, ποὺ σὲ λίγους ἀνθρώπους βρίσκεται καὶ πόσο ἐνθαρρυντικὴ εἶναι γιὰ ἕνα νέο».
Θρύλου Πάτρη, Ἠλειακὴ δημοτικὴ ποίηση, ἔκδ. Β΄, Ἀθήνα 2000, σσ. v-xi. (Ἀναθεωρημένος πρόλογος στὴ Γ΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2015, σσ. vii-xii).
Τὸ βιβλίο χωρίζεται σὲ 6 μέρη. Στὸ πρῶτο («Ἡ ποιητικὴ φλέβα», σελ. 9–22) ἀναφέρεται στὰ ποιητικὰ δημιουργήματα τοῦ λαοῦ μας, τὴ Λαογραφία, τὴ στιχουργική, τὴν αἰσθητικὴ τοῦ ἠλειακοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Στὸ δεύτερο («Ἠλειακὴ ποίηση – ξένη ἐπίδραση», σελ. 23–42) ὑπερτονίζει τὶς ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε ὁ λαϊκὸς τραγουδιστὴς τῆς Ἠλείας ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῆς ὀρεινῆς Ἀρκαδίας, τὸ ὁποῖο ὅμως «χαλκεύτηκε στὸ ἀργαστήρι τῆς ἠλειακῆς ψυχῆς». Ἀκολουθεῖ ἐξέταση τῶν τραγουδιῶν ποὺ γράφτηκαν γιὰ τὸ περίφημο ἀρβανιτοχώρι τοῦ Λάλα («Πῶς ὁ ἠλειακὸς λαὸς τραγούδησε τὸ Λάλα», σελ. 43–55) καὶ «Τὰ τραγούδια τοῦ κάμπου τῆς Ἠλείας» (σελ. 56–70).
Ὁ συγγραφέας δὲν εἶναι ξεκομμένος ἀπὸ τὴν ἐποχή του οὔτε βλέπει τὸ δημοτικὸ τραγούδι σὰν μουσειακὸ εἶδος. Διαπιστώνει ὅτι «δὲν ἔπαψε ἡ δημιουργικὴ ἱκανότητα τοῦ λαοῦ […], ὅτι ζεῖ ἀκόμα ἡ ἔμφυτη ροπὴ στὸ αὐτοσχεδίασμα τοῦ τραγουδιοῦ» (σελ. 71–72). Ἔτσι, προσπαθώντας ν᾽ ἀποδείξει («Πρόσφατα ποιητικὰ φανερώματα», σελ. 71–76) πὼς «ἂν δὲν ἀνθίζει σήμερα τὸ δημοτικὸ τραγούδι, συνέπεια δὲν εἶναι πὼς ἔσβησε ἡ ποιητικὴ ἱκανότητα τοῦ λαοῦ» (σελ. 76), καταλήγει στὴ διαπίστωση–πρόταση: «Ἡ παραίτηση τοῦ λαϊκοῦ τραγουδιστῆ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ θέση του, θὰ καλέσει ἐκεῖ νέους ποιητές, τεχνίτες τοῦ λόγου καὶ βρύσες τοῦ αἰσθήματος, γιὰ νὰ θεμελιώσουν καὶ τώρα καὶ στὸ μελλούμενο μιὰ σοβαρὴ στὴν οὐσία της Ἠλειακὴ Λογοτεχνία» (σελ. 76).
Στὸ τελευταῖο τμῆμα τοῦ βιβλίου καταχωρίζονται «Τὰ κείμενα μὲ παραπομπὲς στὶς συλλογὲς ἀπ᾽ ὅπου πάρθηκαν» (σελ. 77–100), κι ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀξιοπρόσεχτη φιλολογικὴ φροντίδα τοῦ μελετητῆ στὴν ἀνθολόγηση, κατάταξη καὶ τεκμηρίωση τῶν τραγουδιῶν καὶ τῶν παραλλαγῶν τους.
Δυστυχῶς ὁ φέρελπις αὐτὸς νέος δὲν συνέχισε τὸ πνευματικὸ καὶ ἐπιστημονικό του ἔργο. Ὁ πόλεμος τοῦ 1940 καὶ ἡ Κατοχὴ τὸν ἀνάγκασαν νὰ διακόψει τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ χωριό του. Μέσα στὶς νέες συνθήκες ποὺ διαμορφώνονταν, ἄρχισε νὰ ὡριμάζει ἡ κοινωνική του συνείδηση. Ὅπως κι ἄλλους συντοπίτες του διανοούμενους, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν λαὸ καὶ ἡ ὀργὴ γιὰ τὴν κατάντια τοῦ τόπου τὸν ὁδήγησαν στὴν Ἀντίσταση κατὰ τοῦ κατακτητῆ.
Πάλεψε μὲ τ’ ὅπλο στὸ χέρι, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πέννα ὡς βασικὸ στέλεχος τῆς ἐφημερίδας «Μαχητής» (1943-1946). Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση συνέχισε τὴ δημοσιογραφική του δουλειὰ στὸν «Μαχητὴ» μέχρι τὸ κλείσιμό του ὕστερ’ ἀπὸ ἔνοπλη ἐπίθεση διαφόρων ἀνεύθυνων στοιχείων. Ὁ νεαρὸς συνεργάτης του Μίμης Κωνσταντόπουλος μᾶς μίλησε γιὰ τὴν εὐφράδεια, ἐργατικότητα, σοβαρότητα καὶ κάποια ἐσωστρέφεια ποὺ διέκριναν τὸν Θρύλο Πάτρη. Οἱ τραγικὲς συνθῆκες τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀκραῖες θέσεις, ἡ δὲ ἐμπλοκή του σὲ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις στάθηκε μοιραία καὶ γιὰ τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Στὶς ἀρχές Φεβρουάριου τοῦ 1949 σκοτώθηκε κατὰ τὶς ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Καλφαίικου ποταμοῦ τῆς ὀρεινῆς Ἠλείας. Κι ἔτσι χάθηκε στὰ 29 του χρόνια ἕνας νέος μὲ ἔργο ποὺ ὑποσχόταν πολλά.
Ὁ πνευματικός του ὁδηγός, ὁ ἀκαδημαϊκὸς Νίκος Βέης, ὅταν πληροφορήθηκε τὸν θάνατο τοῦ νεαροῦ διανοουμένου, εἶπε λυπημένος: «Ἔγινε ἥρωας»!
Ἡ μετεμφυλιακὴ κατάσταση ἐπέβαλε καὶ τὴν ἐξάλειψη τῆς προσωπικότητάς του ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν Ἠλείων. Πολὺ λίγοι ἔχουν τὸ βιβλίο του, ἄλλοι τὸ χρησιμοποιοῦν χωρὶς νὰ παραπέμπουν σ᾽ αὐτό (Κ. Μαρίνης, Τ. Δόξας) καί, τέλος, νεότεροι μελετητές, ὅπως ὁ Ν. Τσούρας, ἔκαναν δαψιλῆ χρήση του χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ταυτότητα τοῦ συγγραφέα.
Πῶς λοιπόν μποροῦσε ὁ μακαρίτης φίλος μου Τάκης Δόξας νὰ συμπεριλάβει τὸν Θρύλο Πάτρη στὴν «Ἠλειακὴ Γραμματολογία» του (1963), ἕνα ἔργο ποὺ προοριζόταν καὶ ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο στὰ σχολεῖα… Ἔπρεπε νὰ τὸν βιογραφήσει, μ᾽ ὅλες τὶς συνέπειες ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχει αὐτὸ τότε. Καὶ φτάσαμε στὸ ἔτος 2000, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γνωρίσουμε τὸν συγγραφέα καὶ ν᾽ ἀποκτήσουμε τὸ πνευματικό του ἔργο. Ἡ «Ἠλειακὴ Δημοτικὴ Ποίηση» τοῦ Θρύλου Πάτρη, χάρις στὴν εὐγενικὴ μέριμνα τοῦ ἀδελφοῦ του Κώστα Παναγιωτακόπουλου, ἔγινε προσιτὴ σὲ κάθε μελετητὴ, σὲ κάθε Ἠλεῖο καὶ ἰδιαίτερα τοὺς νέους τοῦ τόπου. Ἀνατυπωμένη φωτομηχανικὰ καὶ χωρὶς καμμιὰ παρέμβαση, ὁπωσδήποτε ἐκάλυψε τὸ κενὸ ποὺ ὑπῆρχε στὸν χώρο τῶν ἠλειακῶν Γραμμάτων.
Πιστεύουμε ὅτι καὶ ἡ παροῦσα Γ΄ ἔκδοση, ποὺ πραγματοποιεῖται χάρις στὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνεψιοῦ του Δημήτρη Παναγιωτακόπουλου, θ᾽ ἀναθερμάνει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ μελέτη τῆς λαϊκῆς παράδοσης τῆς ἠλειακῆς γῆς.
Δείτε ΕΔΩ περισσότερα άρθρα της στήλης