“Γι’ αὐτὸ, ὅσο εἶν’ ἀκόμη καιρός, ἂς γεμίσουμε τὰ παγούρια μας μὲ τὸ ἄφθονο καὶ λαγαρὸ νερὸ τῆς γλωσσικῆς μας πηγῆς, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε «συμφορά» ὅμοια μ’ αὐτὴ τῶν Ποσειδωνιατῶν ποὺ ἀφελληνίστηκαν ἀνακατεμένοι μὲ τοὺς Τυρρηνοὺς καὶ τοὺς Λατίνους καὶ ὕστερα χτυπιόντουσαν γιὰ τὴν κατάντια τους.”
*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών
Ἡ Ποσειδωνία (λατ. Ρaestum) ἦταν πόλη τῆς Ἰταλίας στὴ Λευκανία. Κτίσθηκε μετὰ τὸ 600 π.Χ. ἀπὸ Τροιζήνιους καὶ Ἀχαιοὺς ἀποίκους ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴ Σύβαρη, καὶ ἄκμασε μέχρι τὰ τέλη τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα, ὁπότε τὴν κατέλαβαν οἱ Λευκανοί. Τὸ 273 καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ ἔγινε στρατιωτική τους ἀποικία. Οἱ ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς σ’ αὐτὴ τὴν ἀρχαία πόλη ἀποκάλυψαν τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα μνημεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἰταλίας, ὅπως τοὺς ναοὺς τοῦ Ποσειδώνα καὶ τῆς Δήμητρας ποὺ σώζονται σὲ ἄριστη κατάσταση.
Οἱ Ποσειδωνιᾶται (1906) εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ «ἀνέκδοτα» ποιήματα τοῦ Κ. Π. Καβάφη[1]. Ὁ ποιητὴς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ἐννοήσουμε τὸ λόγο τῆς μὴ δημοσίευσης τῶν ποιημάτων αὐτῶν. Ὁρισμένα ἴσως δὲν τὸν ἀντιπροσώπευαν, ἄλλα εἶχαν θεματολογία ξένη πρὸς αὐτὴ τῶν γνωστῶν ποιημάτων του. Κάποια, ὅμως, φαίνεται πὼς ἔμειναν ἀνέκδοτα ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἔλλειψη ποιητικῆς ἀρτιότητας, ὅσο γιὰ τὴν ὕπαρξη προβλήματος «ἰσορροπίας ἢ κατανομῆς τῆς ἔντασης μέσα στὸ ποιητικὸ σύνολο»[2]. Μεταξὺ τῶν τελευταίων καταλέγονται καὶ οἱ Ποσειδωνιᾶται, ποὺ φέρουν τὰ γνωστὰ χαρακτηριστικὰ τῆς κα-βαφικῆς τέχνης καὶ τεχνικῆς.
Εἶναι ἕνα λυρικὸ ποίημα, τὸ ὁποῖο ἀπὸ πλευρᾶς περιεχομένου κατατάσσεται στὰ ἱστορικά. Ὁ Καβάφης εἶναι «ἱστορικὸς» ποιητής. Μὲ τὴν τεχνικὴ τοῦ δραματικοῦ, κάτι μεταξὺ ἐπιγράμματος καὶ μίμου, δίνει τὶς σκηνὲς ποὺ δανείζεται ἀπὸ τὴν Ἱστορία μὲ ὕφος σκεπτομένου ἀνθρώπου ποὺ φιλοσοφεῖ πάνω σ’ αὐτήν. Ὅπως σωστὰ παρατηρεῖ ὁ Τ. Μαλάνος[3], «στὸν Καβάφην ἡ σφαῖρα τῆς Ποίησης καὶ ἡ σφαῖρα τῆς Ἱστορίας ὄχι μόνο δὲ διαφέρουν, μὰ καὶ συχνὰ ταυτίζονται». Γράφει ποίημα καὶ συνάμα ἀποκαλύπτει τὴ διάθεση, τὴν πρόθεση, τὴν κρίση τοῦ ἱστορικοῦ. Ἀνάλογα μὲ τὴν ποιητική του συγκίνηση παρουσιάζει ὡς τρίτος τὰ γεγονότα, προσπαθεῖ νὰ διεισδύσῃ στὴν ψυχολογία τῶν ἱστορικῶν προσώπων καὶ νὰ δικαιολογήσει -ἢ νὰ εἰρωνευθεῖ— τὶς πράξεις τους.
Τὸ ποίημα γράφτηκε τὸ 1906 καὶ ἐντυπωσιάζει τὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴν ἀρχή του κιόλας. Κάτω ἀπὸ τὸν μονολεκτικό του τίτλο ὁ ποιητὴς παραθέτει αὐτούσια καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἔμπνευσής του, ἕνα χωρίο ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Ἀθήναιου Δειπνοσοφισταί (ΙΔ΄ 632a)[4]:
«Ποσειδωνιάταις τοῖς ἐν τῷ Τυρρηνικῷ κόλπῳ τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς Ἕλλησιν οὖσιν ἐκβαρβαρῶσθαι Τυρρηνοῖς ἢ Ῥωμαίοις γεγονόσι καὶ τήν τε φωνὴν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλὰ τῶν ἐπιτηδευμάτων, ἄγειν δὲ μίαν τινὰ αὐτοὺς τῶν ἑορτῶν τῶν Ἑλλήνων ἔτι καὶ νῦν, ἐν ᾗ συνιόντες ἀναμιμνήσκονται τῶν ἀρχαίων ὀνομάτων τε καὶ νομίμων, ἀπολοφυράμενοι πρὸς ἀλλήλους καὶ δακρύσαντες ἀπέρχονται».
Κατὰ τὸν ἀρχαῖον συγγραφέα, οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς Ποσειδωνίας ζῶντες ἀνακατεμένοι μὲ Τυρρηνούς καὶ Ρωμαίους ξέχασαν τὴ γλώσσα καὶ τὶς συνήθειές τους. Μόνον μιὰ γιορτὴ διατήρησαν, σ’ αὐτὴν ξαναθυμόντουσαν τὰ παλιά τους ὀνόματα καὶ ἔθιμα, κι ἔφευγαν κλαίγοντας καὶ θρηνώντας.
Μετὰ τὴν παράθεση τῆς πηγῆς ὁ ποιητὴς ἀφήνει τὴν ἔμπνευσήν του νὰ ἐκφραστεῖ μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους:
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΑΙ
Τὴν γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ οἱ Ποσειδωνιᾶται
ἐξέχασαν τόσους αἰῶνας ἀνακατευμένοι
μὲ Τυρρηνούς, καὶ μὲ Λατίνους, κι’ ἄλλους ξένους.
Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἔμενε προγονικὸ
ἦταν μιὰ ἑλληνικὴ γιορτή, μὲ τελετὲς ὡραῖες,
μὲ λύρες καὶ μὲ αὐλούς, μὲ ἀγῶνας καὶ στεφάνους.
Κ’ εἶχαν συνήθειο πρὸς τὸ τέλος τῆς γιορτῆς
τὰ παλαιά τους ἔθιμα νὰ διηγοῦνται,
καὶ τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα νὰ ξαναλένε,
ποὺ μόλις πιὰ τὰ καταλάμβαναν ὀλίγοι.
Καὶ πάντα μελαγχολικὰ τελείων’ ἡ γιορτή τους.
Γιατὶ θυμοῦνταν ποὺ κι’ αὐτοὶ ἦσαν Ἕλληνες –
Ἰταλιῶται ἕναν καιρὸ κι’ αὐτοί·
καὶ τώρα πῶς ἐξέπεσαν, πῶς ἔγιναν,
νὰ ζοῦν καὶ νὰ ὁμιλοῦν βαρβαρικὰ
βγαλμένοι -ὦ συμφορά!- ἀπ’ τὸν ἑλληνισμό.
Μὲ τὸ συγκρατημένο καὶ πεζολογικό του ὕφος, τὸν λιτὸ ἰαμβικό του στίχο, τὴν ἀξιοθαύμαστη λιτότητα καὶ μεγαλοπρέπεια τῆς ἔκφρασης, ὁ Καβάφης ἀναφέρεται σ’ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἐντυπωσιάζει καὶ ὑποβάλλει ποικίλα συναισθήματα. Φαινομενικὰ ἔχουμε μιὰ ξηρὴ ἱστορικὴ ἀφήγηση, ἕνα παραγέμισμα τοῦ ἀρχαίου χωρίου. Λείπει ἀπὸ τὸ ποίημα ὁ διδακτικὸς τόνος, ἡ ἐπιτιμητικὴ διάθεση, ἡ εὔσχημη εἰρωνεία, στοιχεῖα ποὺ τὰ συναντοῦμε συχνὰ στὴν καβαφικὴ ποίηση. Μόνο στὸν τελευταῖο στίχο ἡ ἐπιφωνηματικὴ φράση «ὦ συμφορά!» μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν προσωπικὴ κρίση τοῦ ποιητῆ, τὰ συναισθήματά του γιὰ τὴν κατάντια τῶν Ποσειδωνιατῶν, τὸν ξεπεσμὸ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ποὺ ἦταν «βγαλμένοι ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό».
Ἡ μακρόχρονη συγκατοίκηση τῶν Ἑλλήνων ἀποίκων μὲ τοὺς ξένους εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ἀφελληνισμό τους· ξέχασαν τὴ γλώσσα τους, ἄφησαν τὰ ἔθιμά τους. Ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς τους, τὸ «ὁμόγλωσσον» καὶ τὸ «ὁμότροπον» δὲν ὑπῆρχαν πιά, ἦταν μιὰ μακρινὴ ἀνάμνηση. Παρατηροῦμε, ὡστόσο, ὅτι τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο βάρους τῆς σύλληψης τοῦ ποιητῆ καὶ κορμὸ τοῦ ποιήματος, ἀφοῦ ἀναφέρεται σ’ αὐτὸ ὄχι μόνο μία φορά (στίχ. 1, 9, 10, 15).
Εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ ἄλλα ποιήματα τοῦ Καβάφη ἡ εὐαισθησία του γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Ὁ κόσμος τοῦ ποιητῆ ἦταν ἐπακόλουθο τῆς μεγάλης πολιτιστικῆς ἐξάπλωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν Ἀσία κυρίως κατὰ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς χρόνους. Αἰσθάνεται ὡς «τῶν πατρίδων μας νερά» τὶς θάλασσες τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου[5]. Δὲν κρύβει τὴν περηφάνια του ὅταν διαλαλεῖ:
Καὶ τὴν Κοινὴν Ἑλληνικὴ Λαλιά
ὣς μέσα στὴ Βακτριανὴ τὴν πήγαμεν, ὣς τοὺς Ἰνδούς[6].
Ἕνας Ἕλληνας ποὺ ἔζησε στὴν «τρισβάρβαρη» γῆ τῆς Ἰνδίας πηγαίνει στὸν Ἅδη χωρὶς νὰ πενθεῖ, ἀφοῦ:
Ἐκεῖ θὰ εἶμαι μετὰ τῶν συμπολιτῶν.
Καὶ τοῦ λοιποῦ θὰ ὁμιλῶ ἑλληνιστί[7].
Ὁ «Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης»[8] μιμοῦνταν τοὺς Ἕλληνες μιλώντας μὲ βαρβαρισμοὺς δεινοὺς τὰ ἑλληνικά.
Τὴ βαθύτερη ἱκανοποίησή του δείχνει μὲ τὸν τρόπο του ὁ ποιητής, ὅταν μιλάει γιὰ τὴν ἑλληνική -γλωσσικὰ καὶ πολιτιστικά- Ἀνατολή. Ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος μελετητής, «δὲν ξέραμε μέχρι στιγμῆς παρὰ τὴν παλίρροια τοῦ μοτίβου μὲς στὴν Ἀνατολή. Ἐκεῖ ἡ γλωσσικὴ ἐμπειρία ἐντάσσεται μὲς στὴ γενικότερη προβληματικὴ τοῦ ἐπεκτατισμοῦ καὶ τῶν διεισδύσεων […]. Καὶ μὲ τὸ Ποσειδωνιᾶται ἔχομε, μετὰ τὴν πλημμυρίδα τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὁριστικὴ ἄμπωτη τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς στὴ Δύση»[9]. Ὅσο εὔλογα συγκινεῖται ὁ ποιητὴς ὅταν βλέπει ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς σὲ ἰνδικὰ νομίσματα[10], τόσο οικτίρει τοὺς Ποσειδωνιᾶτες γιὰ τή -γλωσσικὴ κυρίως- ἐκβαρβάρωσή τους.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει σοβαρὰ τὸ ὅτι ὁ Καβάφης εἶναι τοπικιστὴς – Ἀλεξανδρινός. Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα ποιητικά του φανερώματα ἀποδεικνύεται «πανελληνιστικός, κοσμοπολίτης, φυλετικὸς»[11]. Ὅταν στὰ 1894 γράφει τὸ ποίημα Τιμόλαος ὁ Συρακούσιος[12], ἔχει ἤδη διαμορφώσει πανελλήνια συνείδηση. Οἱ παρακάτω στίχοι εἶναι εὔγλωττοι:
Οἱ Ἕλληνες τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος μας
ἐκ Νεαπόλεως καὶ Μασσαλίας,
ἐκ Τάραντος, Πανόρμου καὶ Ἀκράγαντος,
καὶ ἐξ ὅσων ἄλλων πόλεων τὰς ὄχθας
τῆς Ἑσπερίας στέφουσι μ’ ἑλληνισμόν […].
Κατὰ τὸν ποιητὴ, οἱ Ἕλληνες ἄποικοι τῆς Εὐρώπης ἀπαρτίζουν τὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ «στέφουν μ’ ἑλληνισμόν» τὶς πόλεις τῆς Δύσης. Διατηροῦν τὴν ἑλληνική τους συνείδηση καὶ διακατέχονται ἀπὸ καημὸ καὶ πόνο γιὰ τὴ μοίρα τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδας, ὅπως φαίνεται στὸ ποίημα Εἰς Ἰταλικὴν παραλίαν (1925)[13]:
ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΚΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΝ
Ὁ Κῆμος Μενεδώρου, Ἰταλιώτης νέος,
τὸν βίον του περνᾶ μέσα στὲς διασκεδάσεις·
ὡς συνηθίζουν τοῦτοι οἱ ἀπ’ τὴν Μεγάλη Ἑλλάδα
μὲς στὰ πολλὰ τὰ πλούτη ἀναθρεμμένοι νέοι.
Μὰ σήμερα εἶναι λίαν, παρὰ τὸ φυσικὸ του,
σύννους καὶ κατηφής. Κοντὰ στὴν παραλίαν,
μὲ ἄκραν μελαγχολίαν βλέπει ποὺ ἐκφορτώνουν
τὰ πλοῖα μὲ τὴν λείαν ἐκ τῆς Πελοποννήσου.
Ἆ σήμερα βεβαίως δὲν εἶναι θεμιτόν,
δὲν εἶναι δυνατόν ὁ Ἰταλιώτης νέος
νἄχει γιὰ διασκεδάσεις καμιὰν ἐπιθυμίαν.
Ἡ ἐπίγνωση τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς ὑπάρχει καὶ στὸν Ἰταλιώτη νέο καὶ στους Ποσειδωνιᾶτες. Μόνο ποὺ στοὺς τελευταίους ἔχει πλέον συντελεσθεῖ ἡ «γλωσσικὴ πτώση ἢ ἔκπτωση»[14].
Συνηθίζουμε νὰ λέμε ὅτι ἡ ἄξια τοῦ ὀνόματός της ποίηση ἔχει διαχρονικὴ ἀξία. Ὁ Καβάφης, ποιητὴς μὲ παγκόσμια ἀναγνώριση, φαντάζει ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς σοφοὺς ποὺ ἄκουγαν τὴ «μυστικὴ βοὴ τῶν πλησιαζόντων γεγονότων»[15]. Μπορεῖ τὸ ποίημα Ποσειδωνιᾶται νὰ γράφτηκε ὕστερ’ ἀπὸ συναισθηματικὴ φόρτιση, τὴν ὁποία προκάλεσε ἡ ἱστορικὴ περιπλάνηση τοῦ δημιουργοῦ του στὶς ἐξωμητροπολιτικὲς ἑλληνικὲς πατρίδες, ὅμως ἔχει καὶ σήμερα μιὰ τραγικὴ ἐπικαιρότητα.
Ἐπὶ αἰῶνες ὁ Ἑλληνισμὸς βλάστησε στὸ γόνιμο χῶμα τῆς Ἀνατολῆς, ὥσπου μετὰ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1922 ἔπαψε πιὰ ν’ ἀκούγεται ἐκεῖ ἡ ἑλληνικὴ λαλιά. Ἡ ξενικὴ ἐξάρτηση, ἡ ὁποία ἐπεβλήθη στὸ νεοελληνικὸ κράτος ἤδη ἀπὸ τοὺς χρόνους ποὺ πάλευε γιὰ τὴν ἐθνική του ἀποκατάσταση, πρόσδεσε τὸν λαό μας στὸ πολιτικὸ καὶ οἰκονομικὸ ἅρμα τῆς Δύσης, πράγμα ποὺ εἶχε βαθύτατες ἐπιδράσεις στὴν παιδεία, τὴν τέχνη, τὸ ἦθος, τὴ γλώσσα του. Φαινόμενα, ὅπως ἡ λεξιπενία καὶ ἡ ἄρνηση τῆς παραδεδομένης μορφῆς τῆς γλώσσας μας, χάριν «μεταρρυθμίσεως» καὶ «ἐκσυγχρονισμοῦ» ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ συμπορευτοῦμε μὲ τ’ ἄλλα «προηγμένα» εὐρωπαϊκὰ κράτη, εἶναι θλιβερὰ καὶ ἀνησυχητικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὸν μέγιστο κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἡ γλώσσα μας. Ἡ γλωσσικὴ συρρίκνωση θὰ ὁδηγήσει στὴ γλωσσικὴ ἀλλοτρίωση, κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της στὸν ποικιλόμορφο ἀφελληνισμό. Οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν στὰ «φραγκοχιώτικα» τῶν χρόνων τῆς δουλείας, θὰ ὁδηγήσουν μοιραῖα στὴν ἀποδοχὴ τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας καί, τελικά, στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου γιὰ τὴν ἀπόδοση τῶν φθόγγων τῆς γλώσσας μας.
Ὅμως κανείς δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει τὸ παρελθόν μας, θ’ ἀντέτεινε ὁ «προοδευτικός» διανοούμενος πού ’χει τ’ ἀφτιά του τεντωμένα κι ἀκούει τὸ σαγηνευτικὸ τραγούδι τῶν σύγχρονων -εὐρωπαϊκῶν- σειρήνων. Ἴσως δὲν ἔχει ἀκόμη ἀντιληφθεῖ τὸ νέο πνεῦμα ποὺ μᾶς ἐπιβάλλεται· αὐτὸ πού, σ’ ἀντίθεση μὲ τὸν οὑμανισμὸ τῆς Ἀναγέννησης καὶ τὸν νεότερο κλασσικισμό, θέλει ν’ ἀγνοεῖ τὶς ἑλληνικὲς καταβολὲς τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ[16] καὶ ν’ ἀξιολογεῖ ἀρνητικὰ τὴν παρουσία τοῦ Νεοέλληνα στὴν εὐρωπαϊκὴ πολυεθνικὴ οἰκογένεια.
Τὰ πρῶτα δείγματα αὐτῆς τῆς στάσης φάνηκαν ἤδη στὴν οἰκονομία καὶ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς χώρας μας. Στὸ μέλλον, ὅπως φαίνεται, θὰ ἔχουμε πολλὴ ἐθνικὴ ξηρασία, ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει καταστροφικὴ ἀφυδάτωση τοῦ ἐθνικοῦ μας ὀργανισμοῦ. Γι’ αὐτὸ, ὅσο εἶν’ ἀκόμη καιρός, ἂς γεμίσουμε τὰ παγούρια μας μὲ τὸ ἄφθονο καὶ λαγαρὸ νερὸ τῆς γλωσσικῆς μας πηγῆς, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε «συμφορά» ὅμοια μ’ αὐτὴ τῶν Ποσειδωνιατῶν ποὺ ἀφελληνίστηκαν ἀνακατεμένοι μὲ τοὺς Τυρρηνοὺς καὶ τοὺς Λατίνους καὶ ὕστερα χτυπιόντουσαν γιὰ τὴν κατάντια τους. Ὁ Ἀλεξανδρινὸς ποιητὴς ἄκουσε τὴ «μυστικὴ βοὴ τῶν πλησιαζόντων γεγονότων» καὶ μᾶς τὴ μετέφερε προφητικὰ καὶ παραστατικά, γιατί «εἰς τὴν ὁδὸν ἔξω, οὐδὲν ακούουν οἱ λαοί»[17]. Μόνο ποὺ οἱ τελευταῖοι τὴν πληρώνουν πάντα!
Νέα Ἑστία, τ. 136, ἀρ. 1612 (1.9.1994)
1. Κ. Π. Καβάφη, Ἀνέκδοτα ποιήματα, 1882-1923. Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Ἀθήνα 1968, σ. 145.
2. Βυρ. Λεοντάρη, Εἰσαγωγή στὰ ἀνέκδοτα ποιήματα τοῦ Κ. Π. Καβάφη, ἐκδ. Ὕψιλον, Ἀθήνα 1990, σ. 27.
3. Τίμου Μαλάνου, Ὁ ποιητὴς Κ. Π. Καβάφης, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα 1933, σ. 134.
4. Ὁ Ἀθήναιος παραλαμβάνει αὐτούσιο τὸ χωρίο ἀπὸ τὰ Σύμμεικτα συμποτικὰ τοῦ Ἀ-ριστόξενoυ τοῦ Ταραντίνου (310 π.Χ.). Πρβλ. FΗG 11 291. Τὸ χωρίo ποὺ παραθέτει ὁ Κα-βάφης παρουσιάζει κάποιες διαφορὲς ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ G. Κeibel (Λειψίας).
5. Ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα (1914).
9. Γιάννη Δάλα, Καβάφης και ιστορία, Ἀθήνα 1986, σσ. 172-173.
11. Τίμου Μαλάνου, Καβάφης Ζ, Ἀ0ήνα 1963, σ. 35.
12. Αἰγυπτιακὸν Ἡμερολόγιον ἔτ. 1891, σσ. 142-143. Τίμου Μαλάνου, ὅ.π., σσ. 43-44.
13. Κ. Π. Καβάφη, Ποιήματα, Β΄ (1919-1933). Φιλολογική έπιμίλεια Γ. Π. Σαββίδη, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1982, σ. 46.
14. Γιάννη Δάλα, ό.π., σ. 174.
15. Σοφοὶ δὲ προσιόντων. Κ. Π. Καβάφη, Ποιήματα, Α΄, σ. 17.
16. Νομίζουμε ὅτι ἡ ἔκδοση τῆς Ἱστορίας τῆς Εὐρώπης τοῦ Ντυροζὲλ ἀποτελεῖ τὸ προ-οίμιο τῆς νέας αὐτῆς στάσης.
17. Σοφοί δε προσιόντων. Κ. Π. Καβάφη, Α΄, σ. 17.
“Τα Κυριακάτικα”: Δείτε ΕΔΩ περισσότερα άρθρα της στήλης
Τάσης Καζάζης: Δήμαρχος Πύργου στη Γερμανική Κατοχή, σε ημέρες σκληρής δοκιμασίας και κινδύνων