Ένα σημαντικό κείμενό (σε λόγια γλώσσα) για το μοναστήρι του Ασκητή στο Γούμερο του δήμου Πύργου.
*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών
Παρὰ τὸ χωρίον Γούμερον τοῦ τ. δήμου Ὠλένης τῆς Ἠλείας, εἰς τερπνὀν φαράγγι ἀπαραμίλλου φυσικοῦ κάλλους, ὑπάρχει τοποθεσία μὲ τὴν ὀνομασίαν Ἀσκητής. Ἐδῶ, εἰς τὴν βάσιν δύο συγκλινόντων ὑψηλῶν βράχων ὑπάρχει παλαιόθεν μονὴ τιμωμένη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου καὶ ἑορτάζουσα τὴν 30ὴν Αὐγούστου[1].
Εἰς τὸν προαύλιον χῶρον της ἐγένετο παλαιότερον πανήγυρις μὲ μεγάλην συρροὴν προσκυνητῶν, ὅμως ἀπὸ πεντηκονταετίας καὶ πλέον τὸ μνημεῖον ἐγκατελείφθη καὶ ὁσημέραι ἐρειπώνεται. Λέγεται ὅτι κατὰ τὴν ἐποχήν τῆς ἀκμῆς της ἡ μονὴ ἀριθμοῦσε ἄνω τῶν πεντήκοντα μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταβίωναν εἰς κελλία ποὺ κεῖνται σήμερον εἰς ἐρείπια.
Οὐδεὶς εἰδικὸς ἐπεσκέφθη κατὰ τὸ παρελθὸν τὴν μονὴν πρὸς μελέτην. Εἶναι προφανὲς ὅτι πρόκειται περὶ σπηλαιώδους ἀσκητηρίου, τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία χάνεται εἰς τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Ἡ πρόσοψις-εἴσοδος εἶναι εκτισμένη, ἔχει καμαροειδῆ κεντρικὴν πύλην καὶ ἄνωθεν αὐτῆς δύο δίλοβα παράθυρα. Εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τὸ πρῶτον μέρος καταλαμβάνει τὸ ἱερὸν, ὅπου καὶ φρέαρ, καὶ περαιτέρω ἁπλώνεται ὁ ἐρειπιὼν τῆς παλαιᾶς μονῆς. Ὑπάρχει λαϊκὴ παράδοσις ἀναφερομένη εἰς τὴν ἵδρυσιν αὐτῆς, τὴν ὁποίαν κατέγραψα τὸ 1970 ἀπὸ τοῦ στόματος τῆς μητέρας μου Αἰκατερίνης (γενν. 1914):
«Ἔξω ἀπὸ τὸ Γούμερο εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της μιὰ σπηλιὰ ὅπου ἀσκήτευε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔτρωγε μόνο καρποὺς τῆς γῆς καὶ ὅ,τι ἄλλο εὕρισκε στὰ μποστάνια τῶν Γουμεραίων. Εἶχε γίνει πετσὶ καὶ κόκκαλο, κι ἀπ’ τὴν αδυναμία δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ ὀρθός, ἀλλὰ σουρνόταν στὴ γῆς. Κάποτε πέρναγε ἀπὸ ’κεῖ ἕνας ἀβιτζῆς[2] μὲ τὸ τόξο του, γιὰ νὰ βαρέσει κανένα ζωντανὸ νὰ φάει ἡ οἰκογένειά του. Μόλις τὸν εἶδε ὁ ἀσκητής, ἔκανε νὰ σούρει καὶ νὰ κρυφτεῖ, ἀλλὰ ἄκουσε τὸν θόρυβο ὁ ἀβιτζῆς καὶ τὸν πέρασε γιὰ ἀγρίμι. Τράβηξε τὸ τόξο του καὶ τοῦ ἔριξε μιὰ σαΐτα ποὺ πέτυχε τὸν ἄμοιρο τὸν ἀσκητὴ καὶ τὸν πλήγωσε βαθιά, μπόρεσε ὅμως νὰ σουρθεῖ μέχρι τὴ σπηλιά του, ὅπου καὶ παρέδωκε το πνεῦμα. Ὁ ἀβιτζῆς μὴ βλέποντας κανένα ζῶο ἀπόρησε, ἀλλά πῆρε τὸ κατόπι τὶς σταλαματιὲς ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ἀσκητῆ καὶ ἔτσι ἔφτασε στὴ σπηλιὰ ὅπου αντίκρυσε τὸν γέροντα πεθαμένο νὰ κρατάει στὰ χέρια του μιὰ εἰκόνα τῆς Βρεφοκρατούσας Παναγίας. Ἐκεῖ τὸν ἔθαψαν καὶ ἀργότερα ἔγινε τὸ μοναστήρι. Ἀπὸ ψηλὰ ἄρχισε νὰ στάει θαυματουργὸ[3] νερό, ὅταν όμως πήγαινε νὰ περάσει ἀπὸ κάτου κανεὶς ἁμαρτωλός, οἱ στάλες σταματοῦσαν νὰ πέφτουν».
ΦΩΤΟ: unseengreece
Ἡ παράδοσις αὐτὴ μοῦ ἐνεποίησε βαθεῖαν ἐντύπωσιν καὶ κατὰ τὰ φοιτητικά μου χρόνια προσεπάθησα νὰ διερευνήσω τὰ τῆς δημιουργίας της. Τὴν ἀνέφερα εἰς δύο ἐπιφανεῖς λαογράφους, τὸν Γεώργιον Μέγαν[4] καὶ τὸν Κώσταν Ρωμαῖον[5]. Ἐξ αὐτῶν ὁ πρῶτος ὑπέθεσε ὅτι ἡ παράδοσις ἦτο βεβαίως μυθικὴ διήγησις, η ὁποία θὰ ἀπέρρευσε ἀπὸ κάποιο ἐκκλησιαστικὸν κείμενον, πιθανώτατα συναξάριον, καὶ ἀπετέλεσε μέρος τῶν τοπικῶν μνημείων τοῦ λόγου. Ὁ δεύτερος ἔκανε λόγον περὶ μοτίβου, δηλαδὴ θεματικοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος ἀπαντᾷ εἰς λαογραφικὰ κείμενα ἑνὸς ἢ περισσοτέρων λαῶν κατὰ διαφόρους ἐποχάς. Ὅμως οὐδεὶς μοῦ ἀνέφερεν ἕνα σχετικὸν παράδειγμα. Ἡ περαιτέρω ἔρευνά μου ἔδειξε ὅτι ἀμφότεροι οἱ μεγάλοι λαογράφοι μας δὲν ἔσφαλλαν, ἔστω καὶ ἂν ἡ γνώμη των δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐπαληθευθῇ μὲ συγκεκριμένα παραδείγματα.
Συγκεκριμένως, κατεγράψαμεν δύο παραδόσεις περὶ τοξεύσεως ἀσκητοῦ συναπτομένας πρὸς διαφορετικὰ ἱερὰ καθιδρύματα.
Α) Μονὴ Καθολικοῦ ἢ μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου, πλησίον τῆς μονῆς Γουβερνέτου παρὰ τὸ Ἀκρωτήρι τῶν Χανίων Κρήτης. Σήμερον τὰ κτήρια τῆς μονῆς εἶναι ἐρειπωμένα, πλησίον ὅμως αὐτῶν ὑπάρχει σπήλαιον, ὅπου ἠσκήτευσεν εἰς ἄδηλον χρόνον ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης. Οὗτος μετ’ ἄλλων συμμοναστῶν του εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, καὶ μετά τινα χρόνον διαμονῆς εἰς τον Ἀζωγυρὲ «φιλήσυχος ὢν καὶ τῆς μοναξίας ἐραστής» ἀπεσύρθη εἰς τὸ προαναφερθὲν σπήλαιον τοῦ Ἀκρωτηρίου. Τὰ κατὰ τὸν θάνατόν του πληροφορούμεθα ἀπὸ τὸ συναξάριόν του[6] «… εἰς ἐκεῖνον τὸν το-πον ἡ … τροφὴ τοῦ ἁγίου ἦτον τὸν μὲν χειμῶνα ἀπὸ χόρτα τῆς γῆς, τὸ δὲ καλοκαίριον ἀπὸ σχινόκαρπον καὶ ἀγριοκεράτια, ζῶν ζωὴν ἀγγελικήν, μὲ ὁλονύκτους προσευχὰς ὑπὲρ αὑτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων. Ἀπὸ τὴν τόσην δὲ σκληραγωγίαν καὶ κακοπάθειαν δὲν ἠδύνατο νὰ στέκῃ πλέον ὀρθὸς ἀλλ’ ἐπερπάτει κυρτὸς ὡς κτῆνος. Καὶ μία τῶν ἡμερῶν, τῇ ς΄ Ὀκτωβρίου, ὅτε καὶ ὁ Θεὸς ἔμελλε νὰ τὸν δοξάσῃ, ἐβγῆκε νὰ εὕρῃ τὴν συνειθισμένην τροφήν, καὶ ἐπεριπάτει … ὡς ζῷον τετράπουν. Ἀλλ’ εἷς ποιμὴν προβάτων νέος ἐπιτήδειος εἰς τὸ τόξον, πορευόμενος εἰς τὸν λόγγον ζητῶν νὰ εὕρῃ τίποτε κυνήγιον, καὶ ἰδὼν τὸν ἅγιον ἐνόμισεν ὅτι ἦτο ζῷον. Ὅθεν διεύθυνε τὸ τόξον καὶ ἐτόξευσεν αὐτόν εἰς τὴν καρδίαν∙ εὐθὺς δὲ ὁ ἅγιος γνωρίσας ὅτι τὸν ἐθανάτωσε τὸ βέλος ἔκαμε προσευχὴν εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ φθάσῃ ζωντανὸς εἰς τὸ σπήλαιον, ὁ δὲ ποιμὴν ὁ τοξεύσας τὸν ἅγιον ἔτρεξε νὰ εὕρῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐτόξευσε. Βλέπων ὅμως σταλαγματίας αἵματος καὶ ἀκολουθῶν αὐτὰς ἔρχεται εἰς τὸ σπήλαιον καὶ βλέπει τὸν ἅγιον ἔτι ζῶντα, ἔχοντα τὰς χεῖρας δεμένας σταυροειδῶς καὶ τὸ βέλος εἰς τὴν καρδίαν καὶ εὐθὺς πίπτει κατὰ γῆς ἀσπαζόμενος τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ἔλεγεν «ἀλλοίμονον εἰς ἐμένα τὸν ταλαίπωρον, τί ἔπαθον σήμερον; Φεῦ μοι τῷ ἀθλίῳ, πῶς ἐτυφλώθην καὶ ἔγινα φονεὺς εἰς ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον…»[7].
Β) Ναὸς τοῦ Ἁγίου Βαρβάρου τοῦ Πενταπολίτου εἰς τὸν Τρύφον Ξηρομέρου (Αἰτωλοακαρνανίας).
Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει σπήλαιον ὅπου ἐμόνασε ὁ ἀνωτέρω ἅγιος, ἡ μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζεται τὴν 23ην Ἰουνίου. Τὸ συναξάριόν του ἐγράφη πιθανῶς μετὰ τὸ 1715 καὶ ἐξεδόθη τὸ πρῶτον τὸ 1734[8]. Κατ’ αὐτό, ὁ ἅγιος ἦ-το ἀραβικῆς καταγωγῆς καὶ μετ’ ἄλλων ὁμοεθνῶν του πειρατῶν ἐλυμαίνοντο παρακτίους περιοχὰς τῆς Αἰτωλίας καὶ τῆς Ἠπείρου τὴν ἐποχὴν τοῦ αὐ-τοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829). Κατόπιν θαύματος μετεστράφη πρὸς τὸν χριστιανισμὀν καὶ βαπτισθεὶς ἠσκήθη ἐπὶ 18 ἔτη. Ἔζη εἰς ἕνα σπήλαιον νηστεύων, προσευχόμενος καὶ τρεφόμενος μὲ καρποὺς καὶ ρίζας δένδρων. Κατὰ τὴν παράδοσιν, κάποιοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὴν Νικόπολιν (σημ. Πρέβεζαν) τὸν ἐξέλαβαν ὡς θήραμα καὶ τὸν ἐτραυμάτισαν θανασίμως. Τὸ λείψανόν του ἐνεταφιάσθη εἰς τὰ λουτρὰ Τρύφου, ὅπου ἐκτίσθη καὶ ναὸς εἰς μνήμην του. Ἡ ὀνομασία μυροβλήτης ὀφείλεται εἰς τὸ μῦρον ποὺ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν τάφον του.
Ἡ ἄποψις τοῦ Κώστα Ρωμαίου, ὅτι ἡ παράδοσις περὶ τοξεύσεως ἀνθρώπου ἔχει ὡς πυρῆνα σχετικὸν μοτίβον, φαίνεται νὰ ἐπαληθεύεται ἀπὸ τὸν περὶ Καλλιστοῦς μῦθον, τὸν ὁποῖον παραδίδουν μὲ διαφόρους παραλλαγὰς ἀρχαῖοι συγγραφεῖς (Ἀπολλόδωρος 3.100-101, καὶ Παυσανίας 8.2.1-2). Κατ’ αὐτόν, ἡ Καλλιστώ, κόρη τοῦ βασιλέως τῶν Ἀρκάδων Λυκάονος καὶ ἀκόλουθος τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος, παρεβίασε τὸν ὅρκον ποὺ εἶχε δώσει ὅτι θὰ παρέμενε παρθένος καὶ συνευρέθη ἐρωτικῶς μὲ τὸν Δία γεννήσασα τέκνον, τὸν Ἀρκάδα. Ἡ Ἥρα ζηλοτυποῦσα διέταξε τὴν Ἀρτέμιδα νὰ φονεύσῃ διὰ τόξου τὴν ἐπίορκον κόρην ὡς ἄγριον θηρίον, ὅπερ καὶ ἐγένετο…
Το ανωτέρω κείμενο περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο του Αθανάσιου Φωτόπουλου “Σύμμεικτα Πελοποννησιακά”, τόμος 1 (Ηλειακά, σελ. 73-76).
1. Μοναδικὸν ἀλλὰ πενιχρὸν εἰς ειδήσεις εἶναι τὸ τεῦχος τοῦ Παναγιώτου Φωτακοπούλου, Ἡ ἱ. Μονὴ Ἀσκητοῦ Γουμέρου, ἔκδοσις Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας, Πύργος 1989, σσ. 64.
3. Ἐλέγετο, επίσης, ὅτι «ὅποιος βρεχόταν ἀπὸ αυτὲς τὶς στάλες θὰ εἶχε τύχη καὶ ὑγεία στὴ ζωή του».
4. Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Γεώργιος Μέγας, παρὰ τὴν φαινομενικὴν αὐστηρότητα τοῦ χαρακτῆρος του, ἦτο προσηνὴς καὶ εὐγενής, ἐκτιμοῦσε δὲ τοὺς ἐπιστημονικῶς σκεπτομένους καὶ ἐργαζομένους. Αὐτὸς μὲ εἰσήγαγεν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Λαογραφικὴν Ἑταιρείαν, ὅταν ἤμην ἀκόμη δευτεροετὴς φοιτητὴς τῆς Φιλολογίας.
5. Ὁ Κώστας Ρωμαῖος ἦτο συνταξιοῦχος συντάκτης τοῦ Κέντρου Συντάξεως τοῦ ‘Ιστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, κατόπιν δέ -καὶ κατ’ εὐτυχῆ συγκυρίαν- ἔγινεν ἀκαδημαϊκός. Τὸν ἐγνώρισα τὸ 1972 εἰς τὴν Ἑταιρείαν Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, τῆς ὁποίας ὑπήρξαμεν ἀμφότεροι μέλη καὶ συμμετείχαμεν δι’ ἀνακοινώσεων εἰς διάφορα συνέδριά της.
6. Τοῦτο διεσώθη εἰς κώδικα (572 Ε110) τοῦ ιζ΄ αἰῶνος τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Βλ. Σ. Εὐστρατιάδου – Σπ. Λαυριώτου, Κατάλογος κωδίκων Μ. Λαύρας, Paris 1925, σσ. 85-86. Ἐδημοσιεύθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Νικολάου Β. Τωμαδάκη, «Ὑμνογραφικὰ καὶ ἁγιολογικὰ Ἰωάννου τοῦ Ξένου», ΕΕΒΣ, τ. Κ΄ (1950), σσ. 314-330, καὶ ἀνεδημοσιεύθη εἰς τὸ βιβλίον του Μεταβυζαντινὰ φιλολογικὰ. Μελέται καὶ κείμενα, Ἀθῆναι 1965, σσ. 163-179. Ἀπὸ κάποιαν περικοπἠν αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἐγράφη μετὰ τὸ ἔτος 1638.
7. Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Μεταβυζαντινἀ φιλολογικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 177. Εἰς τὸ παρατεθὲν κείμενον τοῦ συναξαρίου επισημαίνομεν δι’εντόνων τυπογραφικῶν στοιχείων τὰ σημεῖα εκεῖνα ποὺ εἶναι ταυτόσημα μὲ τὴν παράδοσιν περὶ τοῦ ἀσκητοῦ τῆς Ἠλείας. Βλ. ἐπίσης σχετικὸν λῆμμα είς τὴν Θρησκευτικὴν καὶ Ἠθικὴν Ἐγκυκλοπαιδείαν (ὑπὸ Ν. Β. Τωμαδάκη), τ. ΣΤ΄ (1965), στ. 1244-1245. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ μέγας συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ-κλησίας, τ. Γ΄ (1963), σσ. 138-139.
8. Βλ. Κώστα Σαρδελῆ, Ο Ἅγιος Βάρβαρος, ἐκδ. Αστέρος, Άθήνα 1997, σσ. 112.
“Τα Κυριακάτικα”: Δείτε παρακάτω προηγούμενα άρθρα της στήλης:
Ο Πύργιος (Γορτυνιακής καταγωγής) μεγάλος αρχαιολόγος Βασίλειος Λεονάρδος
Ο Ιστορικός της Ηλείας Γεώργιος Παπανδρέου (1859-1940)*
Οι «Ποσειδωνιάται» του Κ. Π. Καβάφη*
Σελίδες αυτοβιογραφίας… (Μυθοπλασία)
Τάσης Καζάζης: Δήμαρχος Πύργου στη Γερμανική Κατοχή, σε ημέρες σκληρής δοκιμασίας και κινδύνων
Δείτε ΕΔΩ περισσότερα άρθρα της στήλης