Πρόσωπα με μεγάλη δράση σε ποικίλους τομείς δεν πρέπει να ξεχνιούνται, αλλά να μένουν ζωντανά στη συνείδηση των μεταγενέστερων.
του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών
Θα αναφερθώ, έστω και με συντομία, στη ζωή και το έργο μιας μεγάλης πολιτικής μορφής της Ηλείας, του Βάσου Στεφανόπουλου.
Αν πάτε σε οποιοδήποτε χωριό της Ηλείας, θα διαπιστώσετε ότι πολλοί από τους παλαιότερους ξέρουν τον Βάσο Στεφανόπουλο. Και απ’ όλους ανεξαιρέτως -το τονίζω: ανεξαιρέτως- θα ακούσετε τη φράση: «ήταν καλός ο Βάσος». Αυτό και μόνο δείχνει ότι, στη συνείδηση του ηλειακού λαού, η μεγάλη μορφή του Ηλείου πολιτικού είναι απόλυτα καταξιωμένη.
Μια πολιτική οικογένεια
Γεννήθηκε στη Δίβρη το 1902 και ήταν πρώτος ξάδελφος του αειμνήστου Στέφανου Στεφανόπουλου. Η οικογένεια των Στεφανοπούλων ήδη από τα χρόνια της βαυαρικής απολυταρχίας, από τα χρόνια του Όθωνα, είναι μια πολιτική οικογένεια. Αναδεικνύει δημάρχους της περιοχής, δημάρχους και του Πύργου ακόμα, βουλευτές του νομού και Υπουργούς και Προέδρους της Βουλής, με κορυφαίο φυσικά τον μεγάλο Στέφανο Στεφανόπουλο.
Δεν μπορούσε, όπως λέει ο λαός μας, να μην πέσει το μήλο κάτω από τη μηλιά. Όπως λέει κάποιο αρχαίο λόγιον, «άνω ποταμών χωρούσιν πηγαί», και δεν μπορούσε ο Βάσος Στεφανόπουλος να αποτελέσει εξαίρεση. Γι’ αυτό από νωρίς στρέφεται στη σπουδή της νομικής επιστήμης. Τα νομικά ήταν περισσότερο σε παλαιότερες εποχές αλλά και σήμερα ακόμα είναι ο προ-θάλαμος της πολιτικής. Μετά τη λήψη του πτυχίου του, αρχίζει τη δικηγορία στον Πύργο της Ηλείας, μέχρι το 1933. Τη χρονιά εκείνη εκλέγεται βουλευτής.
“Ολόκληρον το έργον του, ολόκληρος η ζωή του είχε έκδηλον την επίδρασιν από το βαθύ συναίσθημα της ευθύνης”
Υπηρέτησε το ελληνικό Κοινοβούλιο, τουτέστιν τον ελληνικό λαό, μέχρι το 1952 που πέθανε. Δεν θα μιλήσω εγώ για την πολιτική κοινοβουλευτική παρουσία του Βάσου Στεφανόπουλου. Όταν πέθανε, κάποιος από τους φίλους του που εξέδιδε μια εφημερίδα την εποχή εκείνη στην Αθήνα, μας μιλάει για την προσωπικότητά του. Εν μέσω θρηνητικών εκφράσεων, τις οποίες παραλείπουμε, μιλάει για την ικανότητα του Βάσου σε πολλούς τομείς και θέλω, παρακαλώ, να προσέξετε το κείμενο αυτό, έστω και αν είναι γραμμένο σε απλή καθαρεύουσα. (Είναι και η καθαρεύουσα εθνική γλώσσα, πώς να το κάνουμε. Αν δεν επεβάλλετο από συγκεκριμένους όρους, δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, της ελληνικής επιστήμης και του ελληνικού λαού). Στο κείμενο αυτό διαβάζουμε (εφημ. «Οικονομικός Χρόνος» αρ. 102/1.3.1952):
«Η επιστημονική του κατάρτισις ήτο αρτία. Δια τούτο ηδύνατο πάντα με ευκολίαν, που εξέπληττε τον συνομιλητήν του, να είναι έτοιμος εις την διερεύνησιν και εις την ορθήν τοποθέτησιν όλων των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών θεμάτων. Είχε πρόχειρα τα σχήματα. Τους αφετηριακούς τύπους. Και μπορούσε με ευκολίαν να πλάθη τας λεπτομερειακάς πτυχάς των συγκεκριμένων θεμάτων. Εις τη Βουλήν, την λυδίαν λίθον για την εξακρίβωσιν της ποιότητος των δημοσίων ανδρών, εδοκιμάσθησαν αι ικανότητες του Βασιλείου Στεφανοπούλου. Εις τας κοινοβουλευτικάς επιτροπάς: Συνθετικαί αρεταί, μεθοδικότης, σύνεσις, προσοχή. Εις το βήμα: Ρητορεία, ψυχραιμία, πληρότης, ευπρέπεια. Τας διοικητικάς του αρετάς απέδειξεν εις το υπουργείον των Οικονομικών. Ητο τότε μια δύσκολος εποχή, ήτο αγών δια τη σύνθεσιν των αναγκών του πολέμου και των επιταγών δια την μετάβασιν εις μιαν οικονομίαν διαρθρωμένην, δια να εξυπηρετήσει τας ειρηνευτικάς ανάγκας. Και κάτι περισσότερον: την ανάγκη της αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας. Εις το δύσκολον αυτό έργον, ο Βασίλειος Στεφανόπουλος επέτυχε. Δίχως υπερβολάς, δίχως ακρότητας. Είχε, τέλος ο Βασίλειος Στεφανόπουλος έντονον το συναίσθημα της ευθύνης. Εγνώριζεν ότι το έργο του δημοσίου Ανδρός δεν ήτο πάρεργος ενασχόλησις. Δεν ήτο καν επάγγελμα, ήτο λειτούργημα. Κάτι περισσότερον, ήτο επιτακτική εντολή. Ολόκληρον το έργον του, ολόκληρος η ζωή του είχε έκδηλον την επίδρασιν από το βαθύ συναίσθημα της ευθύνης».
H περίφημη αγόρευση ενώπιον της ελληνικής Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος
Μέσα στη Βουλή απέσπασε την εκτίμηση και το σεβασμό των συναδέλφων του για το ήθος και την κατάρτισή του.
Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από τη μνημειώδη αγόρευση του Βάσου Στεφανόπουλου ενώπιον της ελληνικής Βουλής (29.4.1936): «Χθες ακόμη εις μίαν μακράν και ολονύκτιον συνεδρίασιν ηναγκάσθημεν να κηρύξωμεν την χρεωκοπίαν του λεγομένου Κοινοβουλευτισμού. Είδομεν το θέαμα ενός κόμματος, το οποίον ο λαός επλούτισε με 120 βουλευτάς και ενός άλλου με 80 και ενός άλλου με 40 να μη δύναται κανέν εξ αυτών αλλ’ ούτε, δυστυχώς,όλα μαζί να δώσωμεν Κυβέρνησιν εις τον τόπον. Και εκαλέσαμεν τον αξιότιμον Αρχηγόν των Ελευθεροφρόνων. Αρχηγόν κατά πάντα βεβαίως άξιον τιμής και δια το ένδοξον παρελθόν και δια το τίμιον παρόν και δια το εύελπι μέλλον, αλλά αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βουλήν ταύτην και κατεθέσαμεν εις τους πόδας αυτού, άλλοι την εμπιστοσύνην μας δια διαμαρτυριών, όπως προσφυέστατα παρετηρήθη, και άλλοι την ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και 240 Ναι, τα οποία εξεφώνησαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως Κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως Εθνική Κυριαρχία. Και έτι πλέον, κύριοι Βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν».
Είναι μνημειώδης ο λόγος αυτός και, δυστυχώς, δεν είναι προσιτός στους πολλούς.
Για τον πολιτικό και ρήτορα Βάσο Στεφανόπουλο, ένας συνάδελφός του στη Βουλή, ο Κουλουμβάκης, ο γηραιότερος και σοφότερος πολιτικός την εποχή εκείνη τότε, είπε (στη Βουλή την 7.7.1948) τα εξής: «Δυνάμενος να ισχυρισθώ και εγώ ότι δικαιούμαι εις μίαν τινά γνώμην περί μιας τοιαύτης αγορεύσεως και έχων υπόψει τας αγορεύσεις τας οποίας άκουσα από το σεβαστόν σας πατέρα κύριε Πρόεδρε, τον αείμνηστον Γ. Θεοτόκην, από τον Χαρίλαον Τρικούπην, τον Θεόδ. Δεληγιάννη, τον Δημήτριον Ράλλην, τον Δημ. Γούναρην, από τον Ελ. Βενιζέλον και τον Ανδρέαν Μιχαλακόπουλον, δύναμαι να ισχυρισθώ και να βεβαιώσω, ότι η αγόρευσις του κ. Στεφανοπούλου αντιμετωπίζει τας αγορεύσεις εκείνων ακόμη των ανδρών. Τόσον σπουδαία και σοβαρά ήτο η αγόρευσις αύτη. Και το λέγω τούτο μετα παρρησίας και χωρίς κανένα δισταγμόν».
Ποια ήταν αυτή η περίφημη αγόρευση; Ηταν το 1948, όταν το σύνταγμα το παλαιό δεν αρκούσε πλέον, δεν ήταν πλέον ικανό να καλύψει τις ανάγκες της εποχής, αφού είχε περάσει μια περίοδος δικτατορίας, πολέμου και διεξαγόταν ένας εμφύλιος πόλεμος, οπότε ήταν αδήριτη ανάγκη η αναθεώρηση του συντάγματος. Ο Βάσος Στεφανόπουλος είχε οριστεί εισηγητής της αναθεώρησης του συντάγματος. Τότε ακριβώς έλαμψε μέσα στη Βουλή. Έλαμψε με τη σοφία, έλαμψε με την παρρησία, με τη μετριοπάθειά του. Δεν ήταν άνθρωπος των άκρων και απέσπασε την εκτίμηση και την υποστήριξη ακόμα όλων των πτερύγων της Βουλής, και των φιλελευθέρων και των λαϊκών. Το 1948 ορίζεται Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, με ανάθεση όμως του Υφυπουργείου των Οικονομικών. Και την ίδια εποχή δημοσιεύει σωρεία μελετών πάνω σε οικονομικά και πολιτικά θέματα. Αυτά για την πολιτική ζωή του Βάσου Στεφανόπουλου.
Ο άνθρωπος…
Ο Βάσος ήταν πνευματικός άνθρωπος, διανοούμενος με όλη τη σημασία της λέξης. Ήδη από νεαράς ηλικίας είχε αρχίσει να δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες λογοτεχνικά κείμενα. Ήταν ένας ορθολογιστής μεν, πολιτικός, οικονομολόγος, ρήτορας άριστος, παράλληλα όμως ήταν και ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Είχε μια ψυχή παλλόμενη και ευαίσθητη, εκδήλωνε τον εσωτερικό του κόσμο και δεν είχε την ανάγκη να ενισχύσει το prestige του, να ενισχύσει την παρουσία του στην κοινωνία και να βουτάει ψήφους. Το έκανε αυτό ο Βάσος, διότι το ήθελε, υπήρχε μια εσωτερική παρόρμηση. Και χρησιμοποιούσε προς τούτο ψευδώνυμα, όχι το πραγματικό του όνομα για «να κάνει το κομμάτι του», όπως λέει ο λαός. Λίγοι υποψιάζονταν ότι τα ψευδώνυμα Βιλ Άστερ, Μάξιμ κ.ά. έκρυβαν τον πολιτικό και νομικό Βάσο Στεφανόπουλο.
Ένας φίλος του, αν και νεότερός του, ο Τάκης Δόξας, μας λέει για τη λογοτεχνική ικανότητα του Βάσου. Είναι ο αρμοδιότερος άλλωστε να μιλήσει (εφημ. «Αυγή» Πύργου 3.3.1952): «Νέος, νεώτατος παρουσιάστηκε στην Τέχνη ο Βάσος Στεφανόπουλος. Άνθρωπος βαθύτατα αισθηματικός, καρδιά φλογερή και νους ανήσυχος, καλλιέργησε με θερμή πίστη την ορθόδοξη ποίηση, την κριτική μελέτη και το χρονογράφημα, αντιπροσωπευτικούς στίχους και σύντομα μα μεστά σε περιεχόμενο δοκίμιά του που τα βρίσκουμε κυρίως στο «Φιλολογικό Περιοδικό» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1927 και 1928, καθώς στον ημερήσιο και σε όλο τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της Ηλείας. Η ποίηση του Βάσου Στεφανόπουλου, προσηλωμένη αυστηρά στην παράδοση και κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο δύσκολο είδος του σονέτου, είχε ένα άρωμα ψυχικής ευγένειας. Ρομαντική βασικά, προσωπική μάλλον, εκφράζει σε ωραίους λυρικούς τόνους που αφήνουν μια αβρότατη μουσική, τις εσωτερικές του καταστάσεις και τις εντυπώσεις του από τον ξένο κόσμο που είναι πάντα ένας κόσμος έξω από τα ταπεινά και τα ανθρώπινα».
Το 1952, ο Βάσος Στεφανόπουλος προσβάλλεται από οξεία σκωληκοειδίτιδα και δυστυχώς δεν μπόρεσε να αποφύγει το μοιραίο, έπειτα από 12ήμερη πάλη με το θάνατο. Νηφάλιος, γαλήνιος πλήρωσε και αυτός το κοινό χρέος την 26 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Η «Πατρίδα» του Πύργου είχε την επόμενη του θανάτου του πλούσια ειδησεογραφία. Μας αναφέρει ότι ο Δήμαρχος Πύργου, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ο μητροπολίτης Γερμανός (ο Γκούμας), πήγαν στην κηδεία του Βάσου Στεφανόπουλου που έγινε στον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας και την ταφή του στο Α΄ Νεκροταφείο της πρωτεύουσας.
Ο Αύγουστος Καπογιάννης, ο οποίος τον γνώριζε πάρα πολύ καλά, διότι ο Βάσος Στεφανόπουλος ήταν και συνεργάτης της εφημερίδας «Αυγή» του Πύργου, μιας ιστορικότατης εφημερίδας με πλούσιο φιλολογικό περιεχόμενο, γράφει (3 Μαρτίου): «Εις τον ναόν της Θέμιδος ασύγκριτος ιεροφάντης – χειμαρρώδης μελίρρυτος- κρατούσε το πυκνόν ακροατήριον των δικαστηρίων ασάλευτον και ενεόν. Από του βήματος του λόγου εσαγήνευε τα πλήθη. Και εις το Βήμα του Ελληνικού Κοινοβουλίου εθριάμβευσεν. Ορμητική και σταθερά άνοδος που θα μείνει παροιμιώδης. Εις το χώρον της Βουλής, ο δημοσιογραφικός και πολιτικός κόσμος που τον ήκουσεν, έμεινε εις έκστασιν θαυμασμού, οταν επί ώρας ολοκλήρους ο νέος πολιτικός ανήρ της Ελλάδος ανέπτυσσε την εισηγηματικήν έκθεσίν του δια το Σύνταγμα».
Εγκαίνια της ανακαίνισης του ∆ηµοτικού Νοσοκοµείου Πύργου (1948)… από αριστερά εικονίζονται: Τάσης Καζάζης, Γιώργος Στεφανόπουλος, Βάσος Στεφανόπουλος και Λεωνίδας Βαρουξής. Η κυρία είναι πιθανόν η σύζυγος του τότε υπουργού ∆ηµοσίων Έργων Παπαδηµητρίου. (Αρχείο οικογ. Καζάζη).
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πύργου έχει υποχρέωση να συλλέξει και να εκδώσει το λογοτεχνικό και το νομικό έργο
Στις 23 Μαρτίου 1957, ο Σύνδεσμος των Λαμπειαίων της Αθήνας υπό την Προεδρία του αειμνήστου Νίκου Σωτηρόπουλου, έκανε φιλολογικό μνημόσυνο στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό, στην Αθήνα. Γέμισε η αίθουσα, γέμισαν τα θεωρεία, γέμισαν οι διάδρομοι.
Πρόσωπα με μεγάλη δράση σε ποικίλους τομείς δεν πρέπει να ξεχνιούνται, αλλά να μένουν ζωντανά στη συνείδηση των μεταγενέστερων. Κι αυτό γίνεται συνήθως με την έκδοση των έργων τους. Δυστυχώς, ο Βάσος Στεφανόπουλος είχε μια κακή μοίρα. Πέθανε νέος και δεν πρόλαβε να ταξινομήσει και να εκδώσει το έργο του. Έγινε παλαιότερα στον Πύργο μια προσπάθεια για τη συγκέντρωση μόνο των λογοτεχνικών έργων και όχι των πολυπληθών νομικών και πολιτικών διατριβών του. Ενεπλάκησαν σε αυτό ο αείμνηστος Τάκης Δόξας και ο Αύγουστος Καπογιάννης, έσπρωχνε την κατάσταση ο αείμνηστος Νίκος Σωτηρόπουλος, ο οποίος δεν εφείδετο προσπαθειών και αναλάμβανε και ευθύνες ακόμη οικονομικές για να δει τη συγκρότηση και έκδοση του βιβλίου αυτού, δυστυχώς όμως αυτό δεν κατέστη δυνατόν, και σήμερα ούτε ξέρουμε καν πού υπάρχει αυτή η συναγωγή του λογοτεχνικού έργου του Βάσου Στεφανόπουλου. Και προσπαθεί ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος, προσπαθούμε όλοι μας να δούμε τι μπορεί να γίνει.
Ο δικηγόρος Πύργου Διονύσιος Κωνσταντόπουλος, σε ένα του έργο, ανέκδοτο δυστυχώς, γιατί ο Πύργος δεν αξιώθηκε να το εκδώσει ακόμη, έγραψε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Πύργου έχει υποχρέωση να συλλέξει και να εκδώσει το λογοτεχνικό και το νομικό έργο, καθώς και τους κοινοβουλευτικούς λόγους του Βάσου Στεφανόπουλου. Έχει υποχρέωση, γιατί ο αείμνηστος Βάσος υπήρξε επίλεκτο μέλος του και τον τίμησε. Ο Δικηγορικός Σύλλογος έστειλε εκπρόσωπό του στην κηδεία του Βάσου Στεφανόπουλου, συμμετέσχε στο πνευματικό μνημόσυνό του το 1957, αλλά από εκεί και πέρα δεν προέβη σε καμμιά κίνηση.
Ίσως η συντεχνιακή προοπτική είναι ισχυρότερη του ηθικού χρέους, του καθήκοντος και των υποχρεώσεων που έχουμε απέναντι στη μνήμη επιφανών προσώπων.
Δείτε προηγούμενα ΕΔΩ άρθρα της στήλης