Προθεσμία να απολογηθούν έλαβαν οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση πώλησης θρησκευτικών κειμηλίων στα Καλάβρυτα, ενώ ο ηγούμενος της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου τέθηκε σε αργία και αντικαταστάθηκε.
Σοκ έχει προκαλέσει η σύλληψη του ηγούμενου της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα μαζί με τον βοηθό του και τέσσερα ακόμη άτομα, καθώς αποπειράθηκαν να πουλήσουν θρησκευτικά κειμήλια.
Πιο συγκεκριμένα, οι συλληφθέντες προσπάθησαν να πουλήσουν σε μυστικό αστυνομικό που παρίστανε τον αγοραστή 17 βυζαντινές εικόνες και δύο Ευαγγέλια του 1700 έναντι διακοσίων χιλιάδων ευρώ.
Μετά την είδηση η Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας προχώρησε άμεσα στην αντικατάσταση του ηγούμενου της Μονής.
Στην έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη συμμετέχει και κλιμάκιο του υπουργείου Πολιτισμού για να εκτιμηθεί η αξία των θρησκευτικών αντικειμένων.
Η δράση τους αποκαλύφθηκε ύστερα από έρευνα του ελληνικού FBI, όταν αστυνομικός, εμφανίστηκε ως υποψήφιoς πελάτης, προσέγγισε τον ηγούμενο και τον έπεισε πως θέλει να αγοράσει τις εικόνες. Κατά τη διάρκεια της συναλλαγής, συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω ο ηγούμενος και ακόμη ένας μοναχός που φέρεται να εμπλέκεται στο κύκλωμα.
Οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση απόπειρας πώλησης βυζαντινών εικόνων και δύο Ευαγγελίων οι οποίοι οδηγήθηκαν χθες στην εισαγγελία Κορίνθου, ζήτησαν και έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν την ερχόμενη Πέμπτη. Aσκήθηκε ποινική δίωξη για συγκρότηση, διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, που είναι κακούργημα, υπεξαίρεση και παράλειψη δήλωσης μνημείου, κατοχή και εμπορία, σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤ.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν ακόμα έναν ενεχυροδανειστή και τη σύζυγό του, έναν ιδιώτη που πουλούσε αρχαία νομίσματα και έναν μεσάζοντα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο ηγούμενος της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου, στα Καλάβρυτα, ζητούσε το ποσό των 200.000 ευρώ για 17 βυζαντινές εικόνες, καθώς και για δύο σπάνια Ευαγγέλια, χρονολογημένα από το 1737 και το 1761.
Κάποιες από τις εικόνες που ήθελε να πουλήσει ο Ηγούμενος φέρεται να ήταν κλεμμένες από την Σπάρτη και υπήρχαν πληροφορίες ότι βρίσκονται στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αστυνομίας μέλη της οργάνωσης εντόπιζαν άτομα τα οποία διέθεταν αρχαία αντικείμενα και επιθυμούσαν να τα πουλήσουν. Στη συνέχεια τους έφερναν σε επαφή με συνεργό τους, που παρουσιαζόταν ως «ειδικός εκτιμητής» και αφού ολοκλήρωναν την αγοραπωλησία, προέβαιναν στην πώλησή τους, μέσω άγνωστων συνδέσμων της οργάνωσης, στο εξωτερικό.
Ο 69χρονος είχε αρχηγικό ρόλο, λαμβάνοντας τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τις αγοραπωλησίες και την κοστολόγηση των αρχαιοτήτων, ενώ εμφανιζόταν ως δήθεν εκτιμητής. Ο 59χρονος και ο 66χρονος, ήταν επιφορτισμένοι με την εύρεση ατόμων που κατείχαν αρχαία αντικείμενα ενώ ο δεύτερος προέβαινε και σε αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές.
Ακόμα, 3 άτομα (39, 63 και 64 ετών) ήταν κάτοχοι αρχαίων αντικειμένων, (Ευαγγέλια, αρχαία βιβλία και νομίσματα και βυζαντινές εικόνες), τα οποία είχαν συμφωνήσει να πωλήσουν.
Ο 63χρονος είναι Ηγούμενος Ιεράς Μονής της Αχαΐας, ενώ ο 39χρονος ιερομόναχος της ίδιας Μονής.
Συνολικά, από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες και λοιπούς χώρους, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας:
«Ένας που συνελήφθη, έχει συλληφθεί στο παρελθόν για αρχαιοκαπηλία», λέει για το θέμα ο ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης.
«Ένα ζευγάρι ήταν το οποίο κατάφερε, με πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας, να μπει μέσα στο κύκλωμα και να μπορέσουν να συλλάβουν τον ηγούμενο και τους υπόλοιπους».
«Η πληροφορία υπήρχε εδώ και μήνες από κάποιον πληροφοριοδότη», σημειώνει ο ίδιος, τονίζοντας: «Ήταν αρκετά οργανωμένοι, δεν είναι έτσι απλό το θέμα. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου από την ανάκριση αν προκύψουν και άλλες συλλήψεις».
Από την πλευρά του, ο νομικός σύμβουλος της ιεράς μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γιώργος Μπέσκος, λέει: «Από τα ΜΜΕ ενημερωθήκαμε και εμείς για το συμβάν αυτό, δεν έχουμε λάβει ακόμη γνώση της δικογραφίας και η πρώτη αντίδραση ήταν να τεθεί σε αργία τόσο ο ηγούμενος όσο και ο μοναχός ο οποίος φέρεται ως συνεργάτης του».
Από την απογραφή των κειμηλίων της μονής που έχει γίνει, όπως σημειώνει, «οι πρώτες ενδείξεις είναι, με βάση και αυτά που έχουν κυκλοφορήσει στις εικόνες, ότι δεν έχουν σχέση με τα κειμήλια της Μονής, καθώς τα κειμήλια είναι σε φυλασσόμενο χώρο και φέρεται ότι δεν υπάρχει κάποια έλλειψη από αυτά».
«Σε κάθε περίπτωση περιμένουμε και εμείς τα στοιχεία της δικογραφίας για να γίνει αντιστοίχιση», καταλήγει.