Ο Έλληνας που ενσάρκωσε το όνειρο της παγκόσμιας επιτυχίας – Πώς το όνομά του έγινε συνώνυμο του πλούτου και της επιχειρηματικής οξύνοιας – Αποκαλυπτικές ιστορίες από τη ζωή του.
Ηταν Σάββατο 15 Μαρτίου του 1975, πριν ακριβώς από 50 χρόνια, όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης άφηνε την τελευταία του πνοή στο Αμερικανικό Νοσοκομείο Νεϊγί κοντά στο Παρίσι, νικημένος από οξεία μυασθένεια. Σίγουρα ο πιο διάσημος και αναγνωρίσιμος σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης Ελληνας, της περιόδου 1950-1975, η επιτομή του παγκόσμιου μεγιστάνα, αλλά και με έναν τρομακτικό απόηχο που πέρασε και στις επόμενες γενιές, φτάνοντας απρόσμενα έντονος και επιδραστικός μέχρι και τις ημέρες μας. Στα όρια του μύθου. Ενας Ελληνας που ενσάρκωσε το όνειρο της παγκόσμιας επιτυχίας, στέρεα αγκιστρωμένο όμως στις ρίζες της πατρίδας του και την ελληνική ταυτότητα. Tο ελληνικό όνειρο.
Το ονοματεπώνυμό του έγινε συνώνυμο του πλούτου, -όταν δεν υπήρχε η λίστα «Forbes» αλλά μόνο η καθημερινή εικόνα- και της επιχειρηματικής οξύνοιας. Χωρίς να προκαλέσει τον φθόνο και την αντιπάθεια των απλών συμπατριωτών του, που απεναντίας στην πλειονότητά τους τον θαύμαζαν για τις επιτυχίες του. Εξαιρουμένων, βεβαίως, κάποιων σκληρών ανταγωνιστών του, ιδίως στον εφοπλιστικό χώρο.
Ανθρωπος με πολύπλευρη προσωπικότητα-χημείο συχνά ετερόκλητων στοιχείων, που την καθόριζαν με ευαίσθητες και κυμαινόμενες ισορροπίες και κάθε φορά διαμόρφωναν και μια διαφορετική εικόνα γι’ αυτόν. Πότε αντισυμβατικός και ανατρεπτικός, κατακτητικός στις επιχειρηματικές του κινήσεις, αλλά και στις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Και αριστοκράτης και λαϊκός. Από τα σαλόνια και την όπερα στις μεγάλες πίστες και τα μπουζούκια και το ούζο στις ψαροταβέρνες. Συχνότερα ορμητικός, θυελλώδης και ακόρεστος, με πυξίδα το «δούναι και λαβείν» ακόμη και στις προσωπικές του σχέσεις, σπανιότερα συγκρατημένος και συγκαταβατικός. Συναισθηματικός, αλλά και ρεαλιστής μέχρι κυνισμού όταν το έκρινε – και έκρινε συχνά έτσι. Γράφοντας σε κάθε περίπτωση ένα ξεχωριστό, δικό του κεφάλαιο στην πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής Ιστορίας της Ελλάδας: ο πρώτος tycoon της ελληνικής και της παγκόσμιας ναυτιλίας.
«Ενας άφραγκος Ωνάσης»: Τίτλος κινηματογραφικής κωμωδίας των 70s. Πρωταγωνιστής ο Κώστας Βουτσάς, θέμα οι περιπέτειες ενός μισθοσυντήρητου λόγω της συνωνυμίας του με τον πραγματικό. Αλλη ελληνική ταινία όπου ο βαθύπλουτος μεταφράζεται σε Ωνάσης ουδέποτε υπήρξε.
Και ο αστικός μύθος ήθελε τον Ωνάση να έχει ξεκινήσει «άφραγκος», για να κατακτήσει στο τέλος τα πάντα. Ισχύει; Ο Ωνάσης ήταν πράγματι αυτοδημιούργητος, όμως με την έννοια ότι μόνος του έφτιαξε μια πραγματική αυτοκρατορία. Είχε τις ιδέες, αξιοποίησε τις ευκαιρίες, πήρε ρίσκα, τόλμησε καινοτομίες, ξεπέρασε απειλές και κινδύνους φτάνοντας τελικά στην κορυφή.
Ωστόσο δεν ξεκίνησε από το μηδέν. Γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1906 στην αριστοκρατική συνοικία της Μελαντίας στη Σμύρνη. Ο πατέρας του Σωκράτης ήταν εύπορος καπνέμπορος. Η μητέρα του Πηνελόπη πέθανε το 1910. «Αν είχε ζήσει, ίσως να μην είχα εργαστεί τόσο σκληρά στη ζωή μου», εκμυστηρεύτηκε πολύ αργότερα.
Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, την Αρτεμη, και ακόμα δύο ετεροθαλείς, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του με την Ελένη Τζώρτζογλου, τη Μερόπη και την Καλλιρρόη. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και το 1922 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οικογενειακώς και περιπετειωδώς τη Σμύρνη λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και να έρθει στην Ελλάδα.
Στα 17 του, με κάποια δολάρια στην τσέπη, έφυγε για την Αργεντινή, με διαβατήριο στο όνομα Νάνσεν, αναζητώντας τη δική του τύχη. Στο Μπουένος Αϊρες έκανε διάφορες δουλειές, από λαντζέρης και σερβιτόρος μέχρι νυχτερινής βάρδιας τηλεφωνητής, έμαθε ισπανικά και έψαχνε ευκαιρίες στις επιχειρηματικές ειδήσεις των εφημερίδων. Κάποια στιγμή αποκόμισε 800 δολάρια από μια πληροφορία που έμαθε για μία μετοχή. Τα ξόδεψε αγοράζοντας ολομέταξα πουκάμισα και πολυτελή κοστούμια. Επενδύοντας τις πρώτες του ισχνές αποταμιεύσεις στους δείκτες εμπορευμάτων, κέρδισε κάποια περισσότερα χρήματα.
Οι πρώτες του επιχειρηματικές κινήσεις ήταν στα οικογενειακά «ίχνη», τα καπνά. Σχέδιο του πατέρα του, που απέβλεπε σε εξαγωγές στην Αργεντινή. Τα ανατολικά καπνά που εισήγαγε ο Ωνάσης ήταν ελαφρύτερα από τα κουβανέζικα και τα βραζιλιάνικα. Αναζήτησε μια νέα αγορά, των γυναικών καπνιστριών. Δημιούργησε και εργοστάσιο παραγωγής τσιγάρων, αλλά το εγκατέλειψε και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο εμπόριο.
Στα 25 του θρυλείται ότι είχε ήδη αποκτήσει το πρώτο του εκατομμύριο σε δολάρια. Μάλλον δεν ήταν ακριβώς έτσι. Αλλά και να ήταν, εκείνος προτίμησε αλλάζοντας σελίδα στην επιχειρηματική του πορεία να μη ρισκάρει όλα τα χρήματά του. Αποφάσισε να στραφεί στη ναυτιλία διαβλέποντας πως η αγορά ενός πλοίου τότε, το 1932, μπορούσε να αποπληρωθεί με τους ναύλους μόλις τριών μηνών. Αγόρασε τα πρώτα του ατμόπλοια φορτηγά αντί 3.775 λιρών το καθένα. Τα μισά χρήματα ήταν δικά του, τα υπόλοιπα μέσω δανείου από τράπεζες, όλα μέσω του γραφείου Δρακούλη του Λονδίνου.
ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ